- διαμετρητός
- διαμετρ-ητός, ή, όν,A measured out or off,
δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344
.II diametrical, τὴν δ. (sc. ὁδὸν)διεξεληλυθέναι Dam.Pr. 87
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δ. ἐνὶ χώρῳ Il.3.344
.διεξεληλυθέναι Dam.Pr. 87
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμετρητός — measured out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητός — ή, ό (Α διαμετρητός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος 2. διαμετρικός … Dictionary of Greek
διαμετρητόν — διαμετρητός measured out masc acc sg διαμετρητός measured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητῷ — διαμετρητός measured out masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)